Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάρσα
1 εγγραφή
φάρσα η [fársa] Ο25 : I. αστείο σε βάρος κάποιου, το οποίο στηρίζεται στην παραπλάνηση και προκαλεί το γέλιο: Aθώα / χοντρή ~. Kάνει φάρσες από το τηλέφωνο. || (επέκτ.) απάτη, παρωδία: ~ οι δίκες που έστησε το δικτατορικό καθεστώς. II. είδος ελαφράς και σύντομης κωμωδίας, χωρίς σοβαρή πρόθεση, που προκαλεί το γέλιο με τη γρήγορη εναλλαγή απροόπτων, απίθανων και κωμικών παρεξηγήσεων· (πρβ. φαρσοκωμωδία).

[ιταλ. farsa < γαλλ. farce]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες