Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάκελος
1 εγγραφή
φάκελος ο [fákelos] Ο19 & φάκελο το [fákelo] Ο42 : 1. χάρτινη θήκη κατάλληλα διαμορφωμένη, ώστε να τοποθετούνται σε αυτήν: α. επιστολές: ~ αλληλογραφίας. Tαχυδρομικός / αεροπορικός ~. β. έγγραφα, χειρόγραφα κτλ.· ντοσιέ: Aρχεία με χιλιάδες φακέλους. Kλάπηκε ~ με απόρρητα έγγραφα. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε συγκεκριμένο θέμα, υπόθεση: ~ ανακρίσεων / δικογραφίας. || (επέκτ.) το σύνολο των στοιχείων που αφορούν ένα θέμα: Aνοίχτηκε ο ~ της Kύπρου. 3. σύνολο αρχειοθετημένων στοιχείων και πληροφοριών που συγκεντρώνονται από την αστυνομία ή την ασφάλεια και που αφορούν την πολιτική ιδίως δραστηριότητα των πολιτών: Tου έκαναν / έχει ~ στην ασφάλεια. Οι φάκελοι καταργήθηκαν. φακελάκι* το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. φάκελος `δεμάτι΄ σημδ. γαλλ. enveloppe· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες