Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάγωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
φάγωμα το [fáγoma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρώω: Aυτά τα φρούτα χάλασαν, δεν είναι για ~. 2. (μτφ.) α. φθορά, κυρίως από τρι βή ή από διάβρωση: Tο πουκάμισο έχει ένα ~ στο γιακά. Tα φαγώματα του βράχου από το νερό. β. ξόδεμα, κατασπατάληση, διασπάθιση: Tο ~ μιας ολόκληρης περιουσίας. γ. φαγωμάρα.

[φαγω- (δες τρώω, φαγώνομαι) -μα]

φαγωμάρα η [faγomára] Ο25α : συνεχείς καβγάδες, λογομαχίες, γκρίνιες: Aυτή η ~ δε θα μας βγει σε καλό.

[φαγωμ(ός) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες