Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάγουσα η [fáγusa] & φάουσα η [fáusa] Ο27 : (λαϊκότρ.) η φαγέδαινα.
[μσν. φάγουσα < φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώγω) -ουσα (θηλ. του αρχ. επιθήματος μεε. -ων, -ουσα, -ον, δες λ.)· αποβ. του μεσοφ. [γ] ]