Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάβα η [fáva] Ο25α : 1. είδος οσπρίου που παράγεται από το φυτό λαθούρι. 2. (μαγειρ.) πηχτό, χυλώδες φαγητό που παρασκευάζεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού λαθούρι. 3. (μτφ., λαϊκ.) για κτ. το αποτυχημένο, το ανούσιο, που δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις προσδοκίες: Tο έργο / το ματς αποδείχτηκε / ήταν ~. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο* έχει η ~.
[ελνστ. φάβα τό, μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε -α ή και κατά τη λ. σούπα ή κατά το ιταλ. fava < λατ. faba (θηλ.) `ποικιλία φασολιού ή φακής΄]