Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψόμετρο
1 εγγραφή
υψόμετρο το [ipsómetro] Ο42 : η απόσταση, το ύψος στο οποίο βρίσκεται ένα σημείο της επιφάνειας της γης πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας: Kαταφύγιο χτισμένο σε ~ 1200 μέτρων. Tο βουνό που ανεβήκαμε είχε 1500 μέτρα ~.

[λόγ. < γαλλ. hypsomètre `όργανο για μέτρηση του ύψους μιας περιοχής΄ < αρχ. ὕψο(ς) + -mètre = -μετρον, με σφαλερή ταύτιση των γαλλ. altimètre συν. του hypsomètre, και altitude `ύψος μιας περιοχής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες