Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υψομετρία η [ipsometría] Ο25 : η μέθοδος με την οποία προσδιορίζεται το ύψος ενός σημείου της επιφάνειας της γης από κάποιο σημείο αναφοράς, συνήθ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
[λόγ. < γαλλ. hypsométrie < hypso- < αρχ. ὕψο(ς) + -métrie < αρχ. μέτρ(ον) -ία]