Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υψι- [ipsi] & υψί- [ipsí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά· δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι ψηλό: υψίκορμος. || ότι βρίσκεται ψηλά: υψίπεδο. || ~κάμινος, ~πέτης, υψίφωνος.
[λόγ. < αρχ. ὑψι- < επίρρ. ὕψι `(προς τα) ψηλά΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὑψί-θρονος `(θεός) που έχει το θρόνο του ψηλά΄ & μτφρδ.: υψι-κάμινος (δες λ.) < γαλλ. haut-fourneau]
- υψικάμινος η [ipsikáminos] Ο36 : μεταλλουργικό καμίνι με πολύ μεγάλο ύψος, το οποίο χρησιμοποιείται για το λιώσιμο του σιδήρου και των σιδηρούχων ορυκτών και τη μεταβολή τους σε χυτοσίδηρο. || εργοστάσιο συνεχούς λειτουργίας με υψικαμίνους.
[λόγ. υψι- + κάμινος σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. υψηλοκάμινος, μτφρδ. γαλλ. haut fourneau]
- ύψιλον το [ípsilon] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Y, υ): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < μσν.(;) ύψιλον < ελνστ. υ ψιλόν (με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) δηλ. [y] γραμμένο με μόνον ένα γράμμα, σε αντίθεση προς το οι δίφθογγος, δηλ. [y] γραμμένο με δύο γράμματα (από παρανόηση της αρχ. προφ., σύγκρ. έψιλον) (αρχ. τό s)· (δες και Υ)]
- υψίπεδο το [ipsípeδo] Ο40 : εκτεταμένη πεδιάδα σε μεγάλο υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η οποία συνήθ. περιβάλλεται από ψηλά βουνά. ANT βαθύπεδο: Tο ~ του Θιβέτ.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑψίπεδος `που βρίσκεται σε ψηλό μέρος΄ σημδ. γαλλ. haut plateau ή γερμ. Hochebene]
- υψιπέτης ο [ipsipétis] Ο10 θηλ. υψιπέτιδα [ipsipétiδa] Ο28 : (λόγ.) αυτός που κινείται σε κόσμους πνευματικούς ή μεταφυσικούς.
[λόγ. < αρχ. ὑψιπέτης· λόγ. υψιπέτ(ης) -ις > -ιδα]
- υψιπετής -ής -ές [ipsipetís] Ε10 : (λόγ.) για μεγαλόπνοες ιδέες, απόψεις κτλ. ή για υψηλή καλλιτεχνική έμπνευση.
[λόγ. < αρχ. ὑψιπετής `που βρίσκεται ψηλά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- ύψιστος -η -ο [ípsistos] Ε5 λόγ. θηλ. και υψίστη : 1.υπερθετικός βαθμός του υψηλός, συνήθ. για να δηλωθεί το ανώτατο επίπεδο μιας κλίμακας όμοιων πραγμάτων: Θέματα ύψιστης σπουδαιότητας. Διακυβεύονται ύψιστα συμφέροντα. Οι φυλακές υψίστης ασφαλείας της Kέρκυρας. 2. (ως ουσ.) ο Ύψιστος, ο Θεός. (έκφρ.) ανεξερεύνητες οι βουλές* του Yψίστου. Ύψιστε Θεέ!, ως επιφώνημα έκπληξης ή δυσαρέσκειας.
[λόγ.: 1: αρχ. ὕψιστος· 2: ελνστ. σημ.]