Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστεροβουλία
1 εγγραφή
υστεροβουλία η [isterovulía] Ο25 : σκέψη που βρίσκεται πίσω από μια συγκεκριμένη ενέργεια και, η οποία κρύβει τους ιδιοτελείς της στόχους πίσω από μια επίφαση φιλικής διάθεσης: Ό,τι έκανα το έκανα χωρίς καμία ~. Yπάρχει ~ στις πράξεις του. Ενεργεί πάντα με ~. Mην του αποδίδεις ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑστεροβουλία `σκέψη εκ των υστέρων, μετάνιωμα΄ σημδ. γαλλ. arrière-pensée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες