Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόχρεος
1 εγγραφή
υπόχρεος -η -ο [ipóxreos] Ε5 : (λόγ.) υποχρεωμένος. α. που έχει χρέος, υποχρέωση να κάνει κτ.: Είναι ~ στρατεύσεως. Οι υπόχρεοι για καταβολή φόρου. β. που χρωστά ευγνωμοσύνη σε κπ. για κτ.: Aν με βοηθήσετε θα σας είμαι ~. Σας μένουμε υπόχρεοι για την περιποίηση / για το ενδιαφέρον σας.

[λόγ.: α: ελνστ. ὑπόχρεος `υποχρεωμένος΄, αρχ. σημ.: `που έχει συνάψει χρέος΄· β: σημδ. γαλλ. obligé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες