Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόληψη
1 εγγραφή
υπόληψη η [ipólipsi] Ο33 : η βαθύτατη εκτίμηση και ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για κπ.: Έχασε την υπόληψή του. Άνθρωπος με ~ στην κοινωνία, ευυπόληπτος. Για μια ~ ζει ο άνθρωπος. Προσβάλλω / προστατεύω την ~ κάποιου. || Έχω κπ. ή κτ. σε ~ / το(ν) έχω σε ~, το(ν) υπολήπτομαι: Kρίμα, μας απογοήτευσε και τον είχαμε σε μεγάλη ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόληψις `καλή ή κακή φήμη΄, αρχ. σημ.: `αποδοχή΄ (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες