Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποχρεούμαι [ipoxreúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) υποχρεούσαι, υποχρεούται, υποχρεούμαστε, υποχρεούσθε, υποχρεούνται, πρτ. υποχρεούμουν : έχω υποχρέωση, καθήκον να κάνω κτ.: Tο κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει τους αγρότες.
[λόγ. υποχρε(ώ δες στο υποχρεώνω) -ούμαι]