Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποχρεούμαι
1 εγγραφή
υποχρεούμαι [ipoxreúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) υποχρεούσαι, υποχρεούται, υποχρεούμαστε, υποχρεούσθε, υποχρεούνται, πρτ. υποχρεούμουν : έχω υποχρέωση, καθήκον να κάνω κτ.: Tο κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει τους αγρότες.

[λόγ. υποχρε(ώ δες στο υποχρεώνω) -ούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες