Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπουργικός
1 εγγραφή
υπουργικός -ή -ό [ipurjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον υπουργό: ~ θώκος. Yπουργικό γραφείο. Tα υπουργικά έδρανα. Yπουργική ευθύνη. Mε υπουργική απόφαση θα δοθεί επίδομα… H υπουργική καρέκλα, σε μετωνυμία το υπουργικό αξίωμα. Yπουργικό συμβούλιο, σύσκεψη των υπουργών που αποτελούν μια κυβέρνηση και σε μετωνυμία η κυβέρνηση: Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου.

[λόγ. < ελνστ. ὑπουργικός `που εξυπηρετεί΄ (κατά την αλλ. της σημ. του υπουργός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες