Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποτροπή η [ipotropí] Ο29 : 1.η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας, παροξυσμός της αρρώστιας μετά τη φαινομενική ίαση: ~ του πυρετού / της γρίπης. 2. (νομ.) η επανάληψη μιας αξιόποινης πράξης από τον ένοχο ενός αδικήματος, για το οποίο του έχει επιβληθεί ποινή: Σε περίπτωση υποτροπής
, αν ξανασυμβεί, αν το ξανακάνει
(έκφρ.) εξ υποτροπής. καθ΄ υποτροπήν.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. rechute]
- υπότροπος -η -ο [ipótropos] Ε5 : (νομ.) για ένοχο αδικήματος ο οποίος, μετά την καταδίκη του, διαπράττει ξανά το ίδιο αδίκημα: ~ εγκληματίας.
[λόγ. < αρχ. ὑπότροπος `που επιστρέφει΄ κατά τη σημ. του υποτροπή2]