Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποτίμηση
1 εγγραφή
υποτίμηση η [ipotímisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποτιμώ. 1. επίσημη μείωση της αξίας της νομισματικής μονάδας έναντι άλλων νομισμάτων. ANT ανατίμηση: H ~ ενθαρρύνει τις εξαγωγές, αλλά αυξάνει το εξωτερικό χρέος της χώρας. Έγινε ~ της δραχμής έναντι του δολαρίου. 2. εκτίμηση για την αξία ή τη σημασία ενός προσώπου ή ενός πράγματος, που το κρίνει ως κατώτερο, χειρότερο ή λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: ~ του αντιπάλου / των κινδύνων. ANT υπερτίμηση.

[λόγ. < ελνστ. ὑποτίμη(σις) `εκτίμηση φορολογικών υποχρεώσεων΄ -ση, 1: σημδ. γαλλ. dépréciation, dévaluation· 2: κατά τη σημ. του υποτιμώ2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες