Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποστάθμη
1 εγγραφή
υποστάθμη η [ipostáθmi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : στις εκφορές άνθρωπος χαμηλής / κατώτατης / τελευταίας υποστάθμης, εξαιρετικά χαμηλού ηθικού επιπέδου.

[λόγ. < αρχ. ὑποστάθμη `κατακάθι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες