Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπονομευτής
1 εγγραφή
υπονομευτής ο [iponomeftís] Ο7 θηλ. υπονομεύτρια [iponoméftria] Ο27 : αυτός που υπονομεύει: ~ του πολιτεύματος.

[λόγ. < ελνστ. ὑπονομευτής `εργάτης υπονόμων΄ κατά τη σημ. του υπονομεύω· λόγ. υπονομευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες