Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπομνηματίζω
1 εγγραφή
υπομνηματίζω [ipomnimatízo] -ομαι Ρ2.1 : συνοδεύω την έκδοση ενός κειμένου με υπόμνημα: Yπομνηματισμένη έκδοση.

[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηματίζομαι `συντάσσω υπόμνημα΄ ενεργ. κατά το γαλλ. commenter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες