Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκελευστής
1 εγγραφή
υποκελευστής ο [ipokelefstís] Ο7 : υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού.

[λόγ. υπο- κελευστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες