Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποδόριος -α -ο [ipoδórios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται κάτω από το δέρ μα: ~ ιστός. || Yποδόριες ενέσεις, που γίνονται υποδόρια.
υποδόρια ΕΠIΡΡ. [λόγ. υπο- αρχ. δορ(ά) `τομάρι΄ (σπάν. ελνστ. σημ.: `δέρμα΄) -ιος μτφρδ. γαλλ. hypodermique < hypo- = υπο- + αρχ. δέρμ(α) -ique = -ικός]