Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποδόριος
1 εγγραφή
υποδόριος -α -ο [ipoδórios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται κάτω από το δέρ μα: ~ ιστός. || Yποδόριες ενέσεις, που γίνονται υποδόρια. υποδόρια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. υπο- αρχ. δορ(ά) `τομάρι΄ (σπάν. ελνστ. σημ.: `δέρμα΄) -ιος μτφρδ. γαλλ. hypodermique < hypo- = υπο- + αρχ. δέρμ(α) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες