Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποδεκάμετρο το [ipoδekámetro] Ο41 : μικρός κανόνας με υποδιαιρέσεις του μέτρου.
[λόγ. υπο- δεκάμετρον κατά το ελνστ. ὑποδιπλάσιος `μισός΄ (αντί π.χ. δεκατόμετρον) μτφρδ. γαλλ. décimètre]