Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποδαυλίζω
1 εγγραφή
υποδαυλίζω [ipoδavlízo] -ομαι Ρ2.1 : ενισχύω εντέχνως πάθη, μίση ή ανατρεπτικές καταστάσεις.

[λόγ. υπο- δαυλ(ός) -ίζω απόδ. γαλλ. attiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες