Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπογεγραμμένη
2 εγγραφές [1 - 2]
υπογεγραμμένη η [ipojeγraméni] Ο30 γεν. πληθ. υπογεγραμμένων : (γραμμ.) σημείο του γραπτού λόγου που έμπαινε παλαιότερα κάτω από το α, η, ω, και αντιστοιχούσε στο ι των καταχρηστικών διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. μππ. (ενν. κεραία) < αρχ. ὑπογράφω `γράφω από κάτω΄ μτφρδ. νλατ. iota subscriptum (σύγκρ. προσγεγραμμένος, διαφ. το συγγ. αρχ. ὑπογεγραμμένη `βάψιμο κάτω από τα μάτια΄)]

υπογεγραμμένος -η -ο [ipojeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει υπογραφεί: H επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.

[λόγ. < ελνστ. ὑπογεγραμμένος `που αναφέρεται πιο κάτω΄ μππ. του αρχ. ὑπογράφω σημδ. γαλλ. signé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες