Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβρύχιος
1 εγγραφή
υποβρύχιος -α -ο [ipovríxios] Ε6 : που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το νερό· (πρβ. υποθαλάσσιος): Yποβρύχιο σκάφος. Yποβρύχιο ψάρεμα. Yποβρύχιες έρευνες. Yποβρύχια καλώδια. || Yποβρύχια άμυνα, που γίνεται με υποβρύχια αμυντικά και επιθετικά μέσα. υποβρυχίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑποβρύχιος· λόγ. υποβρύχι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες