Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβλητικός
1 εγγραφή
υποβλητικός -ή -ό [ipovlitikós] Ε1 : που ασκεί επάνω μας ένα είδος έντονης υποβολής, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα εντυπωσιασμού, κατάνυξης ή μεγαλοπρέπειας: Yποβλητική απαγγελία / τελετή. Yποβλητική μουσική / ατμόσφαιρα. Tο τοπίο των Mετεώρων είναι πολύ υποβλητικό. υποβλητικά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~.

[λόγ. υποβλη- (υποβάλλω) -τικός μτφρδ. γαλλ. suggestif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες