Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποβαθμίζω
1 εγγραφή
υποβαθμίζω [ipovaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κατεβάζω, ρίχνω το ποιοτικό επίπεδο. ANT αναβαθμίζω: Yποβαθμισμένη περιοχή. Yποβαθμίζεται καθημερινά η πολιτική ζωή του τόπου / το φυσικό περιβάλλον των πόλεων. 2. παρουσιάζω κτ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανεί ότι το θεωρώ λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Yποβαθμίστηκε η σημασία της συνόδου. Mην υποβαθμίζεις το θέμα.

[λόγ. υπο- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. αγγλ. downgrade]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες