Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνόσακος
1 εγγραφή
υπνόσακος ο [ipnósakos] Ο20 : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· σλίπιν μπαγκ.

[λόγ. ύπν(ος) -ο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. sleeping bag]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες