Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνωτιστής
1 εγγραφή
υπνωτιστής ο [ipnotistís] Ο7 θηλ. υπνωτίστρια [ipnotístria] Ο27 : αυτός που υπνωτίζει.

[λόγ. < αγγλ. hypnotist < hypnot(ize) = υπνωτ(ίζω) -ist = -ιστής· λόγ. υπνωτισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες