Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνοφόρος
1 εγγραφή
υπνοφόρος -ος -ο [ipnofóros] Ε14 : (λόγ.) στον όρο μήκων* η ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑπνοφόρος `που μας φέρνει ύπνο (π.χ. είδος μουσικής)΄ σημδ. γαλλ. somnifère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες