Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπνοφαντασιά η [ipnofandasxá] Ο24 : (λογοτ.) όνειρο ή όραμα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ύπν(ος) -ο- + φαντασιά < φαντασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ύπν(ος) -ο- + φαντασιά < φαντασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |