Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνοβατώ
1 εγγραφή
υπνοβατώ [ipnovató] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση υπνοβασίας.

[λόγ. υπνοβάτ(ης) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες