Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπηρετικός -ή -ό [ipiretikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον υπηρέτη: Yπηρε τικό προσωπικό, το σύνολο των υπηρετών και των υπηρετριών.
[λόγ. < αρχ. ὑπηρετικός `που ασκεί υπηρεσία΄ σημδ. γαλλ. gens de service]