Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερφίαλος
1 εγγραφή
υπερφίαλος -η -ο [iperfíalos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους, που προβάλλει και τονίζει συνέχεια τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα προσόντα του: Yπερφίαλη συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. ὑπερφίαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες