Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερυψώνω [iperipsóno] -ομαι Ρ1 : υψώνω κτ. πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, πάνω από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Yπερυψωμένο ισόγειο. Στη μέση της πλατείας υπήρχε μια υπερυψωμένη εξέδρα. (λόγ. έκφρ.) και υπερυψούται, φτάνει και περισσεύει, για κτ. πολύ παραπάνω από το κανονικό.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερυψ(ῶ) -ώνω]