Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερυψώνω
1 εγγραφή
υπερυψώνω [iperipsóno] -ομαι Ρ1 : υψώνω κτ. πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, πάνω από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Yπερυψωμένο ισόγειο. Στη μέση της πλατείας υπήρχε μια υπερυψωμένη εξέδρα. (λόγ. έκφρ.) και υπερυψούται, φτάνει και περισσεύει, για κτ. πολύ παραπάνω από το κανονικό.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερυψ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες