Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερτασικός -ή -ό [ipertasikós] Ε1 : (ιατρ.) ANT υποτασικός. α. που έχει σχέση με την υπέρταση: Yπερτασική κρίση. β. που πάσχει από υπέρταση. || (ως ουσ.) ο υπερτασικός, θηλ. υπερτασική.
[λόγ. υπέρτασ(ις) -ικός]