Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερπλασία
1 εγγραφή
υπερπλασία η [iperplasía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική αύξηση του αριθμού των κυττάρων ενός ιστού ή ενός οργάνου.

[λόγ. < γαλλ. hyperplasie < hyper- = υπερ- + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες