Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερπέραν το [iperpéran] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : στην παραψυχολογία, ό,τι υπάρχει πέρα από το θάνατο, ο άλλος κόσμος: Οι οπαδοί του πνευματισμού ισχυρίζονται ότι επικοινωνούν με το ~. H φωνή του ήταν απόμακρη σαν να ερχόταν από το ~.
[λόγ. υπερ- + πέραν μτφρδ. γαλλ. l΄au-delà]



