Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερορία
1 εγγραφή
υπερορία η [iperoría] Ο25 : (νομ.) η εξορία έξω από τα όρια της χώρας.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερορία (ενν. γῆ) θηλ. του αρχ. ὑπερόριος `πέρα από τα σύνορα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες