Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερμετρωπία
1 εγγραφή
υπερμετρωπία η [ipermetropía] Ο25 : διαθλαστική ανωμαλία της όρασης, κατά την οποία οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που προέρχονται από μια απομακρυσμένη πηγή, αντί να συγκλίνουν επάνω στον αμφιβληστροειδή, σχηματίζουν την εστία τους πίσω από αυτόν.

[λόγ. < γαλλ. hypermétropie < hyper- = υπερ- + αρχ. μέτρ(ον) + αρχ. ὠπ- (ὤψ) `μάτι, πρόσωπο΄ -ie = -ία, κατά το myopie = μυωπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες