Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερλειτουργώ [iperliturγó] Ρ10.9α : για κτ. που λειτουργεί με ένα ρυθμό ανώτερο από το φυσιολογικό, από τον προβλεπόμενο ή τον επιβαλλόμενο.
[λόγ. υπερλειτουργ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]



