Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεριώδης -ης -ες [iperióδis] Ε11 : (φυσ.) για τις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες των οποίων το μήκος κύματος βρίσκεται πέρα από το ιώδες του ορατού φάσματος: Yπεριώδεις ακτίνες.
[λόγ. υπερ- + ιώδης μτφρδ. αγγλ. ή γαλλ. ultra-violet]