Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερεπάρκεια
1 εγγραφή
υπερεπάρκεια η [iperepárkia] Ο27α : για αγαθά που διατίθενται σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από τις αναγκαίες: ~ τροφίμων.

[λόγ. υπερ- + επάρκεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες