Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερδομή
1 εγγραφή
υπερδομή η [iperδomí] Ο29 : το εποικοδόμημα.

[λόγ. υπερ- + δομή μτφρδ. γαλλ. superstructure]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες