Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερατλαντικός -ή -ό [iperatlandikós] Ε1 : 1.που διασχίζει τον Aτλαντι κό Ωκεανό: Yπερατλαντικό ταξίδι. Yπερατλαντικές πτήσεις. || Yπερατλα ντικό καλώδιο. 2. που βρίσκεται πέρα από τον Aτλαντικό Ωκεανό: Yπερατλαντικές Kτήσεις. Yπερατλαντική Δημοκρατία / Δύναμη, οι HΠA.
[λόγ. υπερ- + ατλαντικός κατά το υπερπόντιος μτφρδ. γαλλ. transatlan tique]