Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεραγωγιμότητα η [iperaγojimótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα ορισμένων υλικών (ιδιαίτερα μετάλλων ή κραμάτων) να εμφανίζουν ελάχιστη ηλεκτρική αντίσταση σε θερμοκρασίες που προσεγγίζουν το απόλυτο μηδέν.
[λόγ. υπερ- + αγωγιμ(ότης) -ότητα μτφρδ. αγγλ. superconductivity]