Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπεράσπιση
1 item total
υπεράσπιση η [iperáspisi] Ο33 : 1.η ενέργεια του υπερασπίζομαι· η βοήθεια, η προστασία που προσφέρεται σε κπ. ή σε κτ. το οποίο απειλείται από έναν κίνδυνο ή δέχεται εχθρική επίθεση: H ~ της πατρίδας / των συνόρων / του οχυρού. || H ~ των ιδεωδών της ισότητας και της ελευθερίας. 2. ειδικότερα, η υπεράσπιση κατηγορουμένου ενώπιον δικαστικής αρχής: Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο. Mάρτυρες υπερασπίσεως. || ο συνήγορος ή οι συνήγοροι του κατηγορουμένου: H ~ έχει το λόγο. || η υποστήριξη κάποιου ο οποίος κατηγορείται για κτ.: Aναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.

[λόγ. < μσν. υπεράσπισις < υπερασπι- (υπερασπίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go