Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπενοικιάζω
1 εγγραφή
υπενοικιάζω [ipenikiázo] -ομαι Ρ2.1 : νοικιάζω σε κπ. άλλον κτ. που εγώ νοίκιασα. || νοικιάζω από κπ. άλλο κτ. που αυτός έχει νοικιάσει.

[λόγ. υπ(ο)- ενοικιάζω μτφρδ. γαλλ. sous-louer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες