Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεζωκώς
1 εγγραφή
υπεζωκώς ο [ipezokós] Ο γεν. υπεζωκότος, αιτ. υπεζωκότα, πληθ. υπεζωκότες : (λόγ.) (ανατ.) υμένας που καλύπτει τους πνεύμονες και τα τοιχώματα της θωρακικής κοιλότητας.

[λόγ. < ελνστ. ὑπεζωκώς (ενν. ὑμήν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες