Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπακοή
1 εγγραφή
υπακοή η [ipakoí] Ο29α : η συμμόρφωση προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου: Ορκίστηκε ~ στους νόμους της πατρίδας. Tου οφείλεις τυφλή ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑπακοή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες