Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπαιτιότητα η [ipetiótita] Ο28 : η απόδοση ευθύνης σε κπ. για την κακή έκβαση ενός γεγονότος: Aπό δική μου ~ δεν ειδοποιήθηκες εγκαίρως. Tο δυστύχημα οφείλεται σε ~ του οδηγού.
[λόγ. υπαίτι(ος) -ότης > -ότητα]